- συνεχομένου
- συνόχωκαto bepres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθιβάλλω — και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω 2. συνομιλώ, συζητώ 3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ 4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού αμέσως ακολουθούντος,… … Dictionary of Greek
αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι … Dictionary of Greek
αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
παραμητρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή του παραμήτριου συνεκτικού ιστού, συνεχόμενου με τη μήτρα. Οφείλεται, γενικά σε σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους ή κολοβάκιλους που εισβάλλουν στο παραμήτριο από τον τράχηλο της μήτρας (κατά τις εκτρώσεις, ειδικά αυτές που… … Dictionary of Greek